καρβουνιάρης

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293

Greek Monolingual

ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα)
1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα
2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης
3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης, μουντζουρωμένος
νεοελλ.
1. ονομασία πουλιού
2. παροιμ. «κλαίει από το λύκο ο βοσκός, κλαίει κι ο καρβουνιάρης» — γι' αυτούς που συκοφαντούν και κακολογούν άλλους χωρίς αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μερο-καματ-ιάρης, ταβερν-ιάρης)].