καρδιόπληκτος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ον,
A gloss on ἐμβρόντητος, Sch.X.An.3.4.12 (ed. L. Dindorf).
German (Pape)
[Seite 1326] im Herzen getroffen, Sp.
Greek Monolingual
καρδιόπληκτος, -ον (Α)
(σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος, φαντασιό-πληκτος].