κλωποπάτωρ
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ,
A son of a thief (i.e. Hermes), Theoc. Syrinx15.
German (Pape)
[Seite 1458] ορος, ὁ, Theocr. syrinx (XV, 21), durch κλεπ τοτόκος erkl., neben ἀπάτωρ, von unbekanntem Vater.
Greek (Liddell-Scott)
κλωποπάτωρ: ᾰ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρὸς καταγόμενος, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21 (Ἰακώψιος κλοπο-).
Greek Monolingual
κλωποπάτωρ, -ορός ὁ (Α)
παιδί του οποίου ο πατέρας είναι κλέφτης ή παιδί άγνωστου πατέρα, νόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, + -πός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. βροντοκέραυνο-πάτωρ, χρυσο-πάτωρ.