κολλήσιμος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλήσιμος Medium diacritics: κολλήσιμος Low diacritics: κολλήσιμος Capitals: ΚΟΛΛΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: kollḗsimos Transliteration B: kollēsimos Transliteration C: kollisimos Beta Code: kollh/simos

English (LSJ)

η, ον,

   A glued together, prob. in Gloss.; Subst. -μον, τό, volume of κολλήματα, Stud.Pal.1.28.8 (iii A.D.).

Greek Monolingual

κολλήσιμος, -ίμη, -ον (Α) κολλώ
1. ο συγκολλημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλήσιμον
δέσμη κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία είναι κολλημένα το ένα κάτω από το άλλο και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο.