μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
κοσμιαῑος, -αία, -ον (Α) κόσμοςαυτός που έχει μέγεθος όσο και ο κόσμος, το σύμπαν.