κυανανθής
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ές,
A of dark hue, of the sea, B.12.124.
Greek (Liddell-Scott)
κυανανθής: -ές, κυανόχρους, κυανανθέϊ... πόντῳ Βακχυλ. 12. 124 (ἔκδ. Blass.).
Greek Monolingual
κυανανθής, -ές (Α)
(για τη θάλασσα) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο χρώμα («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κύανος + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ-ανθής, μελ-ανθής].