κυανόφυτα

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

τα
βοτ. υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου στην οποία ανήκουν μονοκύτταροι, πρωτόγονοι από εξελικτική άποψη, αυτότροφοι οργανισμοί και η οποία κατέχει, στη συστηματική ταξινόμηση, θέση μεταξύ τών βακτηρίων και τών φυκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyanophytes < cyan(o)- (< κύανος) + -phytes (< φυτόν)].