κυπερίδες
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
και κυπηρίδες, οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, το μόνο μέλος της τάξης κυπερώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. cyperaceae < cyperus (< λατ. cyperos < κύπειρος) + κατάλ. -aceae].