μάμμη
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ἡ, child's word for
A mother, ὦ μάμμη Pherecr.70, cf. Men. Sam.28; Σισύφου ὦ μ. AP11.67 (Myrin.), cf. Epicur.Fr.176. II mother's breast, Arr.Epict.2.16.43. III later, grandmother, POxy.1644.12 (i B. C.), Ph.2.301, Plu.Agis4, LXX 4 Ma.16.9, SIG 844 B 5 (Chaeronea, iii A. D.), etc.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μάμμη: ἡ, (ὡσαύτως μάμμα, Πολυδ. Γ΄, 17, Μοῖρ.· μαμμαία, Εὐστ. 971. 36)· - κυρίως, ὡς τὰ Ἀγγλ. mamma, mammy, καὶ ὅμοιαι λέξεις ἐν πάσῃ γλώσσῃ, ἀπόπειρα τοῦ παιδίου ὅπως εἴπῃ τὴν λέξιν μῆτερ, ὦ μάμμη Φερεκρ. ἐν «Κοριανν.» 4· Σισύφου ὦ μάμμη Ἀνθ. Π. 11. 67· - οὕτω ἄππα, ἄττα, πάππας, τάτα, τέττα, papa, ἀντὶ πάτερ· - πρβλ. μαμμάω. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. mamma, ὁ τῆς μητρὸς μαστός, Schweigh. εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 43. ΙΙΙ. ἀκολούθως, ἡ μάμμη, «κυροῦλα», «γιαγ~ιά», ἡ προμήτωρ, Πλουτ. Ἀγησ. 4., 2. 704Β, Ἑβδ. (Δ΄ Μακκ. Ιϛʹ, 9)· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 259.
French (Bailly abrégé)
mieux que μάμμα;
ης (ἡ) :
grand-mère.
Étymologie: DELG mot enfantin apparenté à μᾶ, μαῖα, μαστός.
English (Strong)
of natural origin ("mammy"); a grandmother: grandmother.
English (Thayer)
μαμμης, ἡ,
1. in the earlier Greek writings mother (the name infants use in addressing their mother).
2. in the later writings (Philo), Josephus, Plutarch, Appian, Herodian, Artemidorus Daldianus) equivalent to τήθη, grandmother (see Lob. ad Phryn., pp. 133-135 (cf. Winer's Grammar, 25)): 4 Maccabees 16:9.
Greek Monolingual
η (AM μάμμη και μάμμα, Α και μαμμία, Μ και μάμμου)
η γιαγιά
μσν.
η μαμμή
μσν.-αρχ.
η μητέρα
αρχ.
ο μαστός της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της παιδικής γλώσσας. Η ονομ. μάμμη προήλθε πιθ. από την κλητ. μάμμα (που ανάγεται σε IE ma-, ηχομίμηση για την έννοια «μητέρα», με αναδιπλασιασμό). Η λ. αντιστοιχεί με λατ. mamma «μητέρα, γιαγιά», νέο άνω γερμ. mamme, ρωσ. mama και συνδέεται με τα μᾶ, μαῖα, μήτηρ, μαστός.