μελάνη
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Greek Monolingual
η (Μ μελάνη)
(χημ. τεχνολ.) ρευστό, περισσότερο ή λιγότερο πυκνό, παρασκεύασμα διαφόρων χρωματισμών, κυρίως όμως μαύρο ή βαθύ κυανό, που χρησιμοποιείται για τη γραφή ή αναπαραγωγή κειμένων και σχεδίων, με το χέρι ή με τη βοήθεια κατάλληλης μηχανικής διάταξης, πάνω σε κατάλληλο υπόστρωμα και ιδίως χαρτί
νεοελλ.
1. βιολ. μαύρο και παχύρρευστο υγρό που εκκρίνουν τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια
2. φρ. α) «μελάνη σινική» — ρευστό ή στερεό μίγμα αιθάλης, πηκτίνης και καμφοράς που χρησιμοποιείται για σχεδίαση και στην υδατογραφία
β) «μελάνη συμπαθητική»
τεχνολ. άχρωμο υγρό ορισμένης χημικής σύνθεσης που χρησιμεύει για τη γραφή μυστικών εγγράφων, η οποία χρωματίζεται και μπορεί να διαβαστεί μόνο με την επίδραση της θερμότητας ή κατάλληλου αντιδραστηρίου
μσν.
πένθιμο ρούχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μελάνι με αλλαγή γένους, πιθ. αναλογικά προς τους τ. γραφή, γραφίδα, που είναι θηλυκού γένους].