μεσουράνηση
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
Greek Monolingual
η (Α μεσουράνησις) μεσουρανώ
η θέση του Ηλίου στο μέσο του ουρανού, το μεσουράνημα («τὸ ἔξαρμα τοῡ ἡλίου τὸ κατὰ τὰς μεσουρανήσεις», Στράβ.)
νεοελλ.
1. αστρον. α) καθένα από τα δύο σημεία της ουράνιας σφαίρας τα οποία αντιστοιχούν στην τομή του μεσημβρινού ενός τόπου και του κύκλου απόκλισης ο οποίος διαγράφεται από ένα ουράνιο σώμα κατά την ημερήσια κίνησή του (α. «άνω μεσουράνηση» β. «κάτω μεσουράνηση»)
β) η χρονική στιγμή της διάβασης ενός ουράνιου σώματος από τα σημεία αυτά
2. μτφ. το ανώτατο σημείο ακμής, δύναμης, φήμης, δόξας.