μεσσόψηρον
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
μεσ(σ)όψηρον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡμίξηρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + ψηρός «ξηρός» (< ψήω «ψήχω»)].