μονόβιβλον

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

μονόβιβλον, τὸ, και μονόβιβλος, ὁ (ΑΜ)
σύγγραμμα που αποτελείται από ένα μόνο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + βίβλος/βιβλίον.