μισθώνω
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek Monolingual
(ΑΜ μισθῶ, -όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) μισθός
1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα»
2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι, νοικιάζω σε κάποιον κάτι ως ιδιοκτήτης, εκμισθώνω («μίσθωσα το σπίτι σε συντοπίτη μου»)
3. προσλαμβάνω κάποιον με μισθό («μίσθωσα εργάτες»)
μσν.
ναυλώνω πλοίο
αρχ.
1. φρ. α) «μισθῶ ἐμαυτόν τινι» — προσφέρω σε κάποιον τις υπηρεσίες μου με μισθό
β) «μισθῶ ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — προσλαμβάνομαι με μισθό για κάποιο σκοπό
γ) «μισθοῡμαι τινα εἴς τι» — προσλαμβάνω κάποιον με μισθό για κάποιο σκοπό («ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῡ», Ηρόδ.)
δ) «μισθοῡμαι ὑπέρ τινος» — έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον, συμβάλλομαι για κάτι
ε) «μισθοῡμαι ἐπὶ τινι»
i) (για σπίτι) νοικιάζομαι με συμφωνία, με συμβόλαιο
ii) (για μισθοφόρο) πληρώνομαι για τις υπηρεσίες που παρέχω
2. (η μτχ. αρσ. παθ. αορ. ως ουσ.) ὁ μισθωσάμενος
αυτός που ήλθε σε συμφωνία για κάτι, ο συμβεβλημένος.