μυστηριάζω

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστηριάζω Medium diacritics: μυστηριάζω Low diacritics: μυστηριάζω Capitals: ΜΥΣΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: mystēriázō Transliteration B: mystēriazō Transliteration C: mystiriazo Beta Code: musthria/zw

English (LSJ)

   A initio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 223] in die Mysterien einweihen, Sp., Wolf Anecd. Graec. 1, 137.

Greek (Liddell-Scott)

μυστηριάζω: εἰσάγω τινὰ εἰς τὰ μυστήρια, μυῶ, Φώτ., Εὐστ. Πονημάτ. 91. 29, κτλ.

Greek Monolingual

μυστηριάζω (ΑΜ) μυστήριον
μυώ, εισάγω κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ κάποιον στις απόκρυφες και μυστικές θρησκευτικές τελετές και δοξασίες.