ξαναπλάθω
From LSJ
και ξαναπλάσσω (Μ ξαναπλάσσω)
1. φτειάχνω κάτι από την αρχή, ξανακάνω
2. δημιουργώ ξανά, αναπλάθω
νεοελλ.
μέσ. ξαναπλάθομαι και ξαναπλάσσομαι
α) πλάθομαι εκ νέου
β) μεταβάλλομαι ριζικά («ήλλαξες απ' ό,τι ήσουνε κι όλος εξαναπλάστης», Ερωτόκρ.).