ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
-έω
καθιστώ κάτι νόμιμο, προσδίδω εκ τών υστέρων νόμιμο χαρακτήρα σε πράξη ή κατάσταση αρχικά παράνομη, κατοχυρώνω νομικά μια κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Ν. Σπηλιάδη].