νευροστασία
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
νευροστασία, ἡ (Α)
νευρικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -στασία (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. καλαμο-στασία].