νυκτέρευμα

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτέρευμα Medium diacritics: νυκτέρευμα Low diacritics: νυκτέρευμα Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΜΑ
Transliteration A: nyktéreuma Transliteration B: nyktereuma Transliteration C: nykterevma Beta Code: nukte/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A night-quarters, Plb.12.4.9.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτέρευμα: τό, νυκτερινὸν κατάλυμα, Πολύβ. 12. 4, 9.

Greek Monolingual

και νυκτέρεμα, το (ΑΜ νυκτέρευμα) νυκτερεύω
νεοελλ.-μσν.
αγρυπνία καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, νυχτέρι, ξενύχτι, διανυκτέρευση
αρχ.
τόπος νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό κατάλυμα ζώων.