οπισθέναρ

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

το (Α ὀπισθέναρ, -αρος)
η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθο-θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο της παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].