παρίσωμα

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῐσωμα Medium diacritics: παρίσωμα Low diacritics: παρίσωμα Capitals: ΠΑΡΙΣΩΜΑ
Transliteration A: parísōma Transliteration B: parisōma Transliteration C: parisoma Beta Code: pari/swma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., Cratin. Jun.7.4.

German (Pape)

[Seite 524] τό, Aehnlichkeit, Gleichheit, bes. der Wortstellung, oder der Glieder eines Redesatzes, gleiche Endung der Kola, Cratin. iun. bei D. L. 8, 37.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1˙ πρβλ. πάρισος ΙΙ.

Greek Monolingual

το Α παρισώ
η παρίσωσις, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων του λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία.