καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Full diacritics: ὀτιαφόροι | Medium diacritics: ὀτιαφόροι | Low diacritics: οτιαφόροι | Capitals: ΟΤΙΑΦΟΡΟΙ |
Transliteration A: otiaphóroi | Transliteration B: otiaphoroi | Transliteration C: otiaforoi | Beta Code: o)tiafo/roi |
οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται· ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος, AB 287.
ὀτιαφόροι, οί (Α)
(κατά το λεξ. ΑΒ) «οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται
ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτίς «είδος όρνιθας» + -φόρος].