ὀξυκόρακος

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκόρᾰκος Medium diacritics: ὀξυκόρακος Low diacritics: οξυκόρακος Capitals: ΟΞΥΚΟΡΑΚΟΣ
Transliteration A: oxykórakos Transliteration B: oxykorakos Transliteration C: oksykorakos Beta Code: o)cuko/rakos

English (LSJ)

ον, (κόραξ II)

   A with a sharp hook, σμιλίον Paul.Aeg.6.87.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυκόρᾰκος: -ον, (κόραξ ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, σμιλίον ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87.

Greek Monolingual

ὀξυκόρακος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγκιστροειδή άκρη σαν τη μύτη του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κόραξ, -ακος].