εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
1. αποβιβάζω επιβάτες ή εμπορεύματα με βάρκα από πλοίο
2. αποβιβάζομαι από πλοίο
3. (για ναυτικό) διακόπτω την εργασία που είχα σε πλοίο, εγκαταλείπω το ναυτικό επάγγελμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + μπαρκάρω].