οἰάκωσις

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰάκωσις Medium diacritics: οἰάκωσις Low diacritics: οιάκωσις Capitals: ΟΙΑΚΩΣΙΣ
Transliteration A: oiákōsis Transliteration B: oiakōsis Transliteration C: oiakosis Beta Code: oi)a/kwsis

English (LSJ)

[ᾱ], εως, ἡ,

   A guiding, Aq.Jb.37.12.

Greek (Liddell-Scott)

οἰάκωσις: ἡ, = οἰάκισμα, Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12.

Greek Monolingual

οἰάκωσις, ἡ (Α)
η μετακίνηση του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, οιάκιση, οιάκισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «πηδάλιο» + κατάλ. -ωσις (πρβλ. ρυτίδ-ωσις)].