οικογένεια

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

η (Α οἰκογένεια) οικογενής
νεοελλ.
1. σύνολο ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με φυσικούς και νομικούς δεσμούς, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, το οποίο αποτελείται συνήθως από το ζεύγος, τα παιδιά ή και άλλους ανιόντες ή κατιόντες συγγενείς που διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη, συγκροτούν ενιαίο νοικοκυριό και αλληλεπιδρούν στις μεταξύ τους σχέσεις («με το δυστύχημα ξεκληρίστηκε ολόκληρη οικογένεια»)
2. σύνολο ατόμων τα οποία έχουν μεν συγγενικές σχέσεις, αλλά δεν συγκατοικούν, σόι («το Πάσχα μαζεύεται όλη η οικογένεια στο χωριό»)
3. σύνολο διαδοχικών γενεών που έχουν κοινή καταγωγή, γενιά («κατάγεται από την οικογένεια τών Κολοκοτρωναίων»)
4. ομάδα ζώων, φυτών ή ορυκτών, που παρουσιάζουν κοινά γνωρίσματα
5. ομάδα συγγενικών ή παρεμφερών εννοιών ή πραγμάτων (α. «οικογένεια τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών» β. «οικογένειες τυπογραφικών στοιχείων»)
6. βιολ. ταξινομική υποδιαίρεση της τάξης ή της υπόταξης η οποία με τη σειρά της υποδιαιρείται σε γένη («η οικογένεια φυτών οναγρίδες ανήκει στην τάξη μυρτώδη»)
7. φρ. α) «είναι από οικογένεια» ή «βαστάει από οικογένεια» ή «κρατάει από οικογένεια» — κατάγεται από ευυπόληπτο σπίτι, έχει ευγενική καταγωγή
β) «ραδιενεργός οικογένεια» — διαδοχή βαρέων ραδιενεργών νουκλιδίων καθένα από τα οποία μετατρέπεται στο επόμενο με ραδιενεργό διάσπαση άλφα ή βήτα ωσότου σχηματιστεί τελικά ένα σταθερό νουκλίδιο
αρχ.
1. πιστοποιητικό καταγωγής ενός οικογενούς
2. η κατάσταση του οικογενούς.