οἰάκισμα
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
ατος, τό,
A steering, governing, Trag.Adesp.287 ; regimen, Gloss.
German (Pape)
[Seite 297] τό, das Steuern, Lenken, D. L. 9, 12.
Greek (Liddell-Scott)
οἰάκισμα: [ᾱ], τό, τὸ οἰακίζειν, κυβερνᾶν, Διόδοτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 12. - οἰακισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζιανζ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ οἰάκισμα) οιακίζω
1. ο χειρισμός του οίακα
2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).