φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
οἰκτρόβιος, -ον (ΑΜ)αυτός που διάγει άθλιο βίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιτό-βιος, μακρό-βιος].