ολιγολογία
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
η
το να λέει κανείς λίγα, βραχυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγόλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1759 στον Βικ. Δαμωδό].