ὀμματοποιός

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμᾰτοποιός Medium diacritics: ὀμματοποιός Low diacritics: ομματοποιός Capitals: ΟΜΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ommatopoiós Transliteration B: ommatopoios Transliteration C: ommatopoios Beta Code: o)mmatopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A causing to see, Iamb.VP6.31.

German (Pape)

[Seite 332] Augen machend, d. i. sehen machend, Iambl. v. Pyth. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμᾰτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν βλέπειν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 70, Kiessl.

Greek Monolingual

ὀμματοποιός, -όν (Α)
αυτός που δίνει την όραση, αυτός που κάνει κάποιον να βλέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ποιός].