διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
-η, -ο (Α ὁμοιόσχημος, -ον)αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με έναν άλλο, ομοιόμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό-σχημος].