ὀμπνιακός
From LSJ
Full diacritics: ὀμπνιακός | Medium diacritics: ὀμπνιακός | Low diacritics: ομπνιακός | Capitals: ΟΜΠΝΙΑΚΟΣ |
Transliteration A: ompniakós | Transliteration B: ompniakos | Transliteration C: ompniakos | Beta Code: o)mpniako/s |
ή, όν, = sq., AP9.707 (Tull. Gem.) ; ὀμπνικός is f.l. ap. Suid.
[Seite 342] = ὄμπνιος, ὀμπνιακῶν χαρίτων ἡδύτερον τρίβολον, Tull. Gem. 7 (IX, 707).
ὀμπνιακός: ὀμπνικός, ὀμπνηρός, ἴδε ὄμπνη.
ὀμπνιακός, -ή, -όν (Α) όμπνη
όμπνιος.