οξύρρινος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)
αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή μύτη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρινος
ζωολ. γένος σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. πλατύ-ρρινος].