ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
η
χημ. ονομασία της ζωικής κόλλας η οποία λαμβάνεται από τα οστά μετά από την απομάκρυνση τών φωσφορικών αλάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteocolla < ὀστέον / ὀστοῦν + κόλλα.