εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
και παλιακός, -ή, -ό παλαιός / παλιός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παλαιά εποχή («παλαιική νοοτροπία»).
επίρρ...
παλαιικά
με παλαιικό τρόπο.