παλίσκιος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A v. παλίνσκιος.
German (Pape)
[Seite 452] wie παλίνσκιος, wieder und wieder beschattet, dicht beschattet; ἐλαῖαι, Arist. H. A. 5, 30; Folgde; ἐν παλισκίῳ, an einem schattigen Orte, Plut. Num. 5; Arat. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίσκιος: ἴδε ἐν λ. παλίνσκιος.
Greek Monolingual
παλίσκιος, -ον (Α)
βλ. παλίνσκιος.