παράνομα

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

και παρανόμι, το
1. επώνυμο, επίθετο
2. (ιδίως στον τ. παρανόμι) παρωνύμιο, παρατσούκλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + όνομα].