παραμυθία
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
ἡ,
A encouragement, exhortation, Pl.R.450d, Phld.Ir.p.65 W.(pl.) ; reassurance, gentle persuasion, Pl.Phd.70b, Lg.720a. 2 consolation, Id.Ax. 365a, Arr.Epict.1.1.18 ; diversion, distraction, Pl.Sph.224a. 3 relief from, abatement of, φθόνου Plu.Them.22 ; τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων Id.Dio 52, etc.; π. ταλαιπωρούντων, of sleep, Secund.Sent. 13. 4 explanation, solution of a difficulty, π. πρὸς τὴν ἀπορίαν Plu. 2.395f, cf. 929f, Simp.in Ph.361.19. 5 excuse, ἔχειν τινὰ π. Longin.4.7, cf. Hermog.Id.1.11, al.
German (Pape)
[Seite 490] ἡ, das Zureden, die Ermunterung, Ermahnung, Ueberredung; ἡ τῶν ὄχλων κήλησις καὶ παρ. Plat. Euthyd. 290 a; Phaed. 70 b u. öfter, u. A. – Trost, Linderung, Plat. Ax. 385 a; auch im Ggstz von σπουδή, Erholung, Soph. 224 a; Plut. u. a. Sp., παραμυθίαν οὐ μικρὰν ἔχω, Luc. Nigr. 7. Auch Entschuldigung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραμυθία: ἡ, τὸ παρθαρρύνειν, προτροπή, Πλάτ. Πολ. 450D ὡσαύτως, κατάπεισις, ἀποδεικτικὴ συζήτησις, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 70Β, Νόμ. 720Α. 2) παρηγορία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 365Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 18· -ὡσαύτως ἄνεσις, ἡσυχία, Πλάτ. Σοφιστ. 224Α. 3) ἀνακούφισις ἀπό τινος, κατάπτωσίς τινος, Πλουτ. Θεμ. 22· τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 52, κλ.· μείωσις, ἐλάττωσις, ὁ αὐτ. 2. 395F· δικαιολογία, ἔχειν τινα π. Λογγῖν. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 395.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. parole d’exhortation, d’où
1 propr. exhortation, encouragement;
2 action d’apaiser ou en gén., d’atténuer, réconfort;
II. action de persuader.
Étymologie: παραμυθέομαι.
English (Strong)
from παραμυθέομαι; consolation (properly, abstract): comfort.
English (Thayer)
παραμυθιας, ἡ (παραμυθέομαι), in classical Greek any address, whether made for the purpose of persuading, or of arousing and stimulating, or of calming and consoling; once in the N. T., like the Latin allocutio (Seneca, ad Marc. 1; ad Helv. 1), equivalent to consolation, comfort: Plato, Ax., p. 365a.; Aeschines dial. Socrates 3,3; Josephus, b. j. 3,7, 15; Lucian, dial. mort. 15,3; Aelian v. h. 12,1at the end.)
Greek Monolingual
ἡ, ΝΜΑ παραμυθούμαι
καθετί που γίνεται ή λέγεται για να ανακουφίσει τον πόνο, ιδίως τον ψυχικό, παρηγοριά
αρχ.
1. προτροπή, παρακίνηση
2. αποδεικτική συζήτηση, δηλαδή συζήτηση με την οποία ο ομιλητής πείθει εντελώς τον ακροατή
3. αναψυχή, τέρψη
4. ανακούφιση, καταπράυνση
5. λύση δυσκολίας, διασάφηση απορίας, εξήγηση («παραμυθία πρὸς τὴν ἀπορίαν», Πλούτ.)
6. δικαιολογία.