παραφίνη
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Greek Monolingual
η
χημ. άχρωμος ή λευκός, ελαφρώς διαφώτιστος κηρός που αποτελείται από μίγμα στερεών υδρογονανθράκων ευθύγραμμης αλύσεως, παράγεται από το πετρέλαιο με αποπαραφίνωση ελαφρών λιπαντικών ελαίων και χρησιμοποιείται για την παραγωγή κεριών, κηρόχαρτου, στιλβωτικών υλικών, καλλυντικών, ηλεκτρικών μονωτήρων, ως βάση φαρμακευτικών αλοιφών και ως υγρομονωτικο επίχρισμα ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. paraffine < λατ. parum «λίγο» + affinis «συγγενής», με την έννοια ότι η παραφίνη δεν έχει μεγάλη συγγένεια με τα άλλα χημικά στοιχεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].