πεντάμυρον
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
τό, a kind of
A ointment, Orib.Fr.70, Alex.Trall.7.8 :—written πεντά-μοιρον, perh. rightly, Aët. 12.61 (v.l. -μυρον).
German (Pape)
[Seite 557] τό, eine Art Salbe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάμῠρον: τό, εἶδος μύρου· μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλέξ. Τραλλ.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πεντάμοιρον, τὸ, ΜΑ
είδος μύρου από πέντε αρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + μύρον. Η λ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πεντάμοιρον].