Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
η, Νη πικράδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ξιν-ίλα)].