Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
-η, -ο, Νκάπως πικρός, υπόπικρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρ-ούτσικος)].