πλησιότης

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησιότης Medium diacritics: πλησιότης Low diacritics: πλησιότης Capitals: ΠΛΗΣΙΟΤΗΣ
Transliteration A: plēsiótēs Transliteration B: plēsiotēs Transliteration C: plisiotis Beta Code: plhsio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A neighbourhood, A.D.Adv.161.23, Phlp.in Mete.60.9, EM651.32.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ πλησίον, γειτονία, Α. Β. 571, Ἐτυμολ. Μέγ. 651. 32.

Greek Monolingual

-ητος, Α πλησίος
η ιδιότητα του να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίασηἐπίρρημα σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.).