Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
-ον, Ααυτός που έχει ποικιλόχρωμη ράχη, ποικιλόνωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ρραχος (< ῥάχις)].