ποιμαντορία
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
η, ΝΜ
η καθοδήγηση πιστών από πνευματικό ή θρησκευτικό ηγέτη, η πνευματική καθοδήγηση
νεοελλ.
το αξίωμα του αρχιερέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμάν-τωρ, -τορος (< ποιμαίνω + επίθημα -τωρ) + κατάλ. -ία].