οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
ο, Νζωολ. είδος αγριόχοιρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. potamochoerus (< ποταμός + χοίρος)].