προήκης

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προήκης Medium diacritics: προήκης Low diacritics: προήκης Capitals: ΠΡΟΗΚΗΣ
Transliteration A: proḗkēs Transliteration B: proēkēs Transliteration C: proikis Beta Code: proh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή A)

   A pointed, ἐρετμά Od.12.205.

German (Pape)

[Seite 723] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.

Greek (Liddell-Scott)

προήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς νεώς, ἐπὶ κώπης, ἐπεὶ οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui s’allonge ou se termine en pointe.
Étymologie: πρό, ἀκή.

English (Autenrieth)

ες (ἀκή): sharp in front, with sharp blades, Od. 12.205†.

Greek Monolingual

-όηκες, Α προήκω
(για κουπί) αυτό που είναι προτεταμένο και προεξέχει του πλοίου.