προσάλληλος

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάλληλος Medium diacritics: προσάλληλος Low diacritics: προσάλληλος Capitals: ΠΡΟΣΑΛΛΗΛΟΣ
Transliteration A: prosállēlos Transliteration B: prosallēlos Transliteration C: prosallilos Beta Code: prosa/llhlos

English (LSJ)

ον,

   A one with or against another, X.Eq.4.3, Ach.Tat. 2.38.    2 congenial, π. καρπὸς πόπῳ prob. in Thphr.HP2.2.8.    3 mutual, Phld.D.3.14; correlative, Syrian. in Metaph.34.23.

German (Pape)

[Seite 748] gegen einander, Theophr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

προσάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐναντίον τοῦ ἄλλου, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον του άλλου
2. αρμόδιος ή πρόσφοροςπροσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.)
3. αμοιβαίος
4. σχετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -άλληλος (< ἀλλήλων), πρβλ. κατ-άλληλος, παρ-άλληλος].