προσιδιάζω
From LSJ
Ν
1. αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι («ο χαρακτήρας που έχει προσιδιάζει μάλλον σε αγροίκο»)
2. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα («η διαγωγή αυτή προσιδιάζει μόνο σε βαρβάρους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ιδιάζω «αρμόζω, ταιριάζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίη].