προσμετρώ
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
προσμετρῶ, -έω, ΝΑ, και προσμετράω Ν
συναριθμώ, προσυπολογίζω, συνυπολογίζω.
αρχ.
1. καταβάλλω πρόσθετη οφειλή σε είδος
2. συνάπτω, συνδέω
3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ προσμετρούμενα
(σχετικά με φόρο) πρόσθετο ποσοστό.